- δειλινοῦ
- δειλινόςin the afternoonmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόβραδο — το το χρονικό διάστημα μεταξύ του δειλινού και της προχωρημένης νύχτας … Dictionary of Greek
δυσμικός — ή, ό (Α δυσμικός, ή, όν) δυτικός νεοελλ. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι δυσμικές πνεύματα τού δειλινού, ονομασία ξωτικών … Dictionary of Greek
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
κροκάτος — η, ο (AM κροκᾱτος, άτη, ᾱτον, Μ και κορκᾱτος, άτη, ᾱτον) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ω τής αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα τού δειλινού», Βάρν.) μσν. 1. (για φαγητό) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή καρυκευθεί με κρόκο αβγού 2. το … Dictionary of Greek
αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… … Dictionary of Greek
Επισκοπόπουλος, Νικόλαος — (1874 – 1944). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Εργάστηκε ως χρονογράφος στην καθημερινή εφημερίδα Άστυ και ταυτόχρονα ασχολήθηκε με το διήγημα, τη λυρική πεζογραφία και την κριτική. Ήταν συνεργάτης των περιοδικών Τέχνη, Παναθήναια και Περιοδικόν… … Dictionary of Greek
Ίνγκεμαν, Μπέρνχαρντ Σέβεριν — (Bernhard Severin Ingemann, Τόρκιστρουπ, Φάλστερ 1789 – Σόρε 1862). Δανός συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής μέσα στο ρομαντικό ρεύμα που εκπροσωπούσε στη Γερμανία ο Τικ και ήδη από τα πρώτα χρόνια σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα συνέθεσε … Dictionary of Greek
Παρορίτης, Κώστας — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα, Παρόρι Σπάρτης 1878 – Αθήνα 1931). Έλληνας πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός. Ήταν δημοτικιστής με σοσιαλιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, που δεν… … Dictionary of Greek